κατακλαστό(ν)

κατακλαστό(ν)
το βλ. κατακλαστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακλαστός — ή, ό (Μ κατακλαστός, όν) [κατακλώ] το ουδ. ως ουσ. το κατακλαστό(ν) (για τον άρτο τής ευχαριστίας) αυτός που έχει ευλογηθεί και κοπεί κατά την Πρόθεση μσν. αυτός που έχει κοπεί σε κομμάτια, τεμαχισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”